- προέψημα
- προ-έψημα, ατος, τό,A savoury meat, Ph.Fr.44 H. (pl.), dub. l. ib. 39 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέψημα — τὸ, Α [προέψω] νόστιμο φαγητό … Dictionary of Greek
προεψήματος — προέψημα savoury meat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)